τετελέσθαι

τετελέσθαι
τελέω
fulfil
perf inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετευχήσθαι — Α (επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< *τετευχέσ θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ *τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”